Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σερπετάδα — η, Ν [σερπετός] 1. ζωηράδα, ευκινησία 2. ευφυΐα, ευστροφία 3. πανουργία … Dictionary of Greek
σερπετιά — η, Ν [σερπετός] σερπετάδα … Dictionary of Greek